Η παύση της δικαστού Ντόριας Βαρωσιώτου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι απλώς μια τυπική «λήξη δοκιμαστικής περιόδου». Είναι μια ξεκάθαρη επίδειξη δύναμης από ένα σύστημα που δεν σηκώνει αμφισβητήσεις – ιδιαίτερα από τους ίδιους του τους ανθρώπους.
Ας το πούμε όπως είναι:
Η Βαρωσιώτου δεν κατηγορήθηκε για διαφθορά. Δεν διώκεται για παρατυπίες. Δεν έχει ποινικό μητρώο ούτε καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας. Το «λάθος» της φαίνεται να ήταν πως μίλησε. Πως εξέθεσε, με τρόπο τεκμηριωμένο και ειλικρινή, τις παθογένειες του κυπριακού δικαστικού συστήματος. Και για αυτό, πλήρωσε το τίμημα.
Η απόφαση ελήφθη από τους ίδιους τους ανώτατους δικαστές – αυτούς που δικάζουν και αποφασίζουν για τις τύχες πολιτών και θεσμών. Χωρίς διαφάνεια. Χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς έλεγχο από κανέναν. Αν αυτό δεν είναι θεσμικός αυταρχισμός, τότε τι είναι;
Η δικαιοσύνη δεν είναι απλώς διαδικασίες και άρθρα. Είναι θέμα ήθους, ελευθερίας και λογοδοσίας. Και όταν η Δικαιοσύνη εκδικείται μια δική της λειτουργό επειδή τόλμησε να φωνάξει «ο βασιλιάς είναι γυμνός», τότε έχουμε περάσει από τη σφαίρα της ανεξαρτησίας στο σκοτεινό πεδίο της αυτοπροστασίας και της φίμωσης.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο τι έκανε η Βαρωσιώτου. Το ερώτημα είναι:
Ποιοι είναι αυτοί που αποφάσισαν να την αποβάλουν και με ποια νομιμοποίηση;
Ποιος ελέγχει τους ελεγκτές; Ποιος ζητά εξηγήσεις από τους ανεξέλεγκτους;
Η κοινή γνώμη δεν πρέπει να σιωπήσει. Όχι επειδή η Βαρωσιώτου είναι τέλεια – κανείς δεν είναι. Αλλά επειδή αυτό που της συνέβη δείχνει τι μπορεί να συμβεί στον καθένα που σηκώνει το βλέμμα και μιλά ανοιχτά. Και τότε, δεν θα είναι απλώς θέμα μιας δικαστού. Θα είναι θέμα δημοκρατίας.